- σχοίνισμα
- σχοίνισμαpiece of land measured out by theneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σχοίνισμα — τὸ, ΜΑ τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με σχοίνο, κλήρος («σχοίνισμα κληρονομίας αὐτοῡ Ἰσραήλ», ΚΔ) αρχ. 1. καταμέτρηση τμήματος γης με σχοίνο 2. συνεκδ. τμήμα λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ισμα, μέσω αμάρτυρου *σχοινίζω (πρβλ. παρα σχοινίζω:… … Dictionary of Greek
σχοινισμάτων — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίσμασι — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίσμασιν — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίσματα — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίσματι — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχοινίσματος — σχοίνισμα piece of land measured out by the neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
уже — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = сущ. (греч. σχοίνιον) веревка, канат, наследство, (σχοίνιον,… … Словарь церковнославянского языка
σχοίνος — Ομηρική πόλη της Βοιωτίας. Πήρε το όνομά της από το ομώνυμο φυτό. Ήταν χτισμένη σε απόσταση πενήντα περίπου σταδίων από τη Θήβα, στην οποία υπαγόταν η ίδια καθώς και η γύρω περιοχή της κατά τους ιστορικούς χρόνους. * * * ο / σχοῑνος, ΝΑ, και ως… … Dictionary of Greek
σχοινισμός — ο, ΝΑ μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί αρχ. 1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα* 2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού… … Dictionary of Greek